- ορολογικός
- η , ό[ν] терминологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ορολογικός — (I) ή, ό [ορολογία (Ι)] ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλάδο τής ορολογίας («ορολογική εξέταση τού αίματος») 2. φρ. α) «ορολογικές αντιδράσεις» ιατρ. οι οροδιαγνωστικές αντιδράσεις β) «ορολογική ανθρωπολογία» ανθρωπολ. οι έρευνες που … Dictionary of Greek
ορολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ορολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)